- τριολύμπιος
- τρῐ-ολύμπιος, ον,A consisting of three Olympian goddesses, ἅρμα, of the goddesses judged by Paris (cf. τρίπωλος), S.Fr.511 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριολύμπιος — ον, Α αυτός που νίκησε τρεις φορές στα Ολύμπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + Ὀλύμπια «αθλητικοί αγώνες προς τιμήν τού Ολυμπίου Διός»] … Dictionary of Greek
τριολύμπιον — τριολύμπιος consisting of three Olympian goddesses masc/fem acc sg τριολύμπιος consisting of three Olympian goddesses neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)